- κατεμώρανεν
- κατεμώρᾱνεν , κατά-μωραίνωto be sillyaor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταμωραίνω — (Α) 1. καταστρέφω από κουταμάρα, καταδαπανώ σε ανόητα έργα («οὐδεὶς τὰ πατρῷα κατεδήδοκεν οὐδὲ κατεμώρανεν», Αντιφάν.) 2. κάνω κάποιον εντελώς ανόητο … Dictionary of Greek